- Home
- ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ
- ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΟΚΚΑ: Το ξεκίνημα στη Νέα Σαλαμίνα,η διάκριση με την Ανόρθωση, η καριέρα στην Ελλάδα και άλλα πολλά
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΟΚΚΑ: Το ξεκίνημα στη Νέα Σαλαμίνα,η διάκριση με την Ανόρθωση, η καριέρα στην Ελλάδα και άλλα πολλά
Μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη παραχώρησε στην ιστοσελίδα sport24.gr ο Γιάννης Οκκάς για την καριέρα τους την Κύπρο και στην Ελλάδα. Σας την μεταφέρουμε αυτούσια όπως την παρουσίασε ο Ηλίας Καλλονάς
Τον μάθαμε ως Γιαννάκη, στη συνέχεια έγινε Γιάννης, ενώ στην Κύπρο τον φωνάζουν Γιάννο. Ένας ο πρωταγωνιστής, τρία τα… ονόματα. Όσες κι οι ομάδες που αγωνίστηκε στην Ελλάδα. Ο λόγος προφανώς για τον Γιάννη Οκκά, ο οποίος έχει γράψει τη δική του, ξεχωριστή ιστορία στο ελληνικό ποδόσφαιρο με τη φανέλα του ΠΑΟΚ, της ΑΕΚ και του Ολυμπιακού. Ένας χαρισματικός επιθετικός που κατάφερε να κάνει τη διαφορά σε μία περίοδο που οι ελληνικές ομάδες έκαναν μεγάλες πορείες στην Ευρώπη, ενώ διέθεταν και σπουδαίους ποδοσφαιριστές με τεράστιες προσωπικότητες.
Ο Γιάννης Οκκάς όχι μόνο στάθηκε στο κορυφαίο επίπεδο, αλλά αποτέλεσε πρωταγωνιστή σε όλες τις ομάδες που αγωνίστηκε, αφήνοντας ως παρακαταθήκη σημαντικά γκολ, τίτλους, καθώς και προσωπικές διακρίσεις. Πλέον, ακολουθεί με επιτυχία την καριέρα του προπονητή στις μικρές εθνικές ομάδες της Κύπρου. Το SPORT24 τον συνάντησε στη Λάρνακα και εκείνος δεν αρνήθηκε να διηγηθεί ξεχωριστές στιγμές από τη μεγάλη καριέρα του.
Από τα πρώτα χρόνια στην Κύπρο, τον ΠΑΟΚ, την ΑΕΚ, μέχρι τα πρωταθλήματα με τον Ολυμπιακό και την εμπειρία της Θέλτα. Κι από τον Ντούσαν Μπάγεβιτς μέχρι τον Άγγελο Αναστασιάδη. Όλα είναι εδώ. Με τον Γιάννη Οκκά να αποκαλύπτει άγνωστες ιστορίες, να θυμάται όμορφες στιγμές με τους πρώην συμπαίκτες του, αλλά και να καταθέσει την άποψή του για όλα όσα συμβαίνουν μέσα στις τέσσερις γραμμές του γηπέδου. Με άποψη, γνώση, μα κυρίως αγάπη για το ποδόσφαιρο. Ένα ποδόσφαιρο που του προσέφερε πολλά, αλλά κι ο ίδιος του του ανταπέδωσε άλλα τόσα.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή.
Ένας Σαλαμιναίος που απογείωσε την Ανόρθωση
“Πολλοί έχουν την εντύπωση, επειδή έπαιξα πολλά χρόνια εκεί, ότι προέρχομαι από τις Ακαδημίες της Ανόρθωσης. Η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Προφανώς και συνδέθηκα με την Ανόρθωση, αλλά τα πρώτα μου βήματα τα έκανα στη Νέα Σαλαμίνα. Μία ομάδα που αγωνίστηκε τόσο ο πατέρας μου όσο και ο μεγαλύτερος αδερφός μου. Ουσιαστικά η Σαλαμίνα και η Ανόρθωση είναι οι δύο μεγαλύτερες ομάδες της Αμμοχώστου.
Μπορεί να γεννήθηκα Σαλαμιναίος, αλλά μ’ άρεσε που προσέφερα τόσο αγωνιστικά όσο και οικονομικά και στις δύο ομάδες της πόλης μου. Η μεταγραφή μου στη Ανόρθωση βοήθησε τη Νέα Σαλαμίνα να φτιάξει ένα μέρος του γηπέδου της από τα χρήματα που πήρε για την παραχώρησή μου. Πολλά λεφτά για τα δεδομένα της εποχής. Το ίδιο ίσχυσε κι όταν έφυγα από την Ανόρθωση για τον ΠΑΟΚ. Η ομάδα πήρε ένα σημαντικότατο ποσό από τη μεταγραφή μου, που βοήθησε την ομάδα να ενισχυθεί και να ανέβει επίπεδο αγωνιστικά.
Η αλήθεια είναι πως είχα έναν πολύ ευαίσθητο χαρακτήρα, αλλά την ίδια στιγμή είχα το μέταλλο του νικητή. Από πολύ μικρός έμαθα να κάνω πρωταθλητισμό. Κατέκτησα δύο πρωταθλήματα όταν ήμουν στη δεύτερη ομάδα της Νέας Σαλαμίνας, καθώς και τρία πρωταθλήματα με την Ανόρθωση σε ανδρικό επίπεδο.
Ήμουν μόλις 20 ετών και είχα καταφέρει να είμαι εκ των πρωταγωνιστών για την ομάδα μου. Ήμουν ο νεαρότερος σε μία εκπληκτική φουρνιά της Ανόρθωσης. Ο Σλόμπονταν Κρισμάρεβιτς, ο Γιώτης Εγκωμίτης ήταν μεταξύ αυτών, ενώ ουσιαστικά η εθνική Κύπρου αποτελείτο σε μεγάλο βαθμό από παίκτες της Ανόρθωσης. Οι πρωταθληματικές πορείες με την Ανόρθωση, αλλά κι οι ευρωπαϊκές συμμετοχές είναι δεδομένο πως με βοήθησαν πάρα πολύ στην καριέρα μου”.
Οι δοκιμές σε Βέρντερ και Άιντραχτ και το πεπρωμένο του ΠΑΟΚ
“Για δύο σερί χρονιές, με την άδεια της Ανόρθωσης, είχα πάει στη Γερμανία για να δοκιμαστώ στη Βέρντερ Βρέμης και στην Άιντραχτ Φρανκφούρτης. Θυμάμαι πως στη Βέρντερ ήταν προπονητής ο Φέλιξ Μάγκατ. Ήταν μία εμπειρία ζωής. Δεν ήξερα τι εστί Φέλιξ Μάγκατ. Όταν πρωτοπήγα, είχα παρακολουθήσει ένα αγώνα της Βέρντερ με τη Χάνσα Ροστόκ, που είχε χάσει 3-0 η ομάδα με χατ τρικ του Νόιβιλ.
Την επόμενη ημέρα, είχαμε πάει στο δάσος και πρέπει να τρέχαμε για 50 λεπτά συνεχόμενα, ενώ στη συνέχεια έκανα 1-2 προπονήσεις. Στην πραγματικότητα, πήγα για να δοκιμαστώ και έκανα… αερόβιο (σ.σ. γέλια). Τα πόδια μου είχαν γίνει 100 κιλά, είχαν πρηστεί, αλλά δεν τολμούσα να ζητήσω από τον φυσικοθεραπευτή της ομάδας να μου κάνει λίγο μασάζ. Παρ’ όλα αυτά, είχα αφήσει τις καλύτερες εντυπώσεις.
Θυμάμαι πως η Βέρντερ είχε τότε τον αρχηγό της εθνικής Αυστρίας, Ανδρέας Χέρτσογκ. Έναν εξαιρετικό ποδοσφαιριστή. Παρότι, λοιπόν, είχα αφήσει καλές εντυπώσεις, το θέμα κόλλησε τόσο στην περίπτωση της Βέρντερ όσο και σε εκείνη της Άιντραχτ ένα χρόνο αργότερα, στο οικονομικό κομμάτι. Οι Γερμανοί θεωρούσαν υπερβολικά τα χρήματα που ζητούσε η Ανόρθωση. Πού να ήξεραν τι θα έπαιρναν (σ.σ. γέλια).
Ίσως ήταν γραφτό να γίνει έτσι για να πάω στον ΠΑΟΚ και να ζήσω αυτές τις μοναδικές στιγμές. Ο ΠΑΟΚ είχε κάνει κρούση στην Ανόρθωση πριν καν ολοκληρωθεί το πρωτάθλημα στην Κύπρο τη σεζόν 1999-2000. Είχαν έρθει απεσταλμένοι του ΠΑΟΚ και με είχαν παρακολουθήσει και στο τελευταίο παιχνίδι εκείνης της σεζόν, απέναντι στη Δερύνεια, όπου στεφθήκαμε και επίσημα πρωταθλητές. Τις λεπτομέρειες δεν τις γνωρίζω, αλλά η αλήθεια είναι πως έγιναν πολλά παζάρια μεταξύ του ΠΑΟΚ και της Ανόρθωσης. Ουσιαστικά, η συζήτηση αφορούσε τόσο εμένα όσο και τον Γιώτη Εγκωμίτη, ως πακέτο.
Με τον Γιώτη κάναμε παράλληλα βήματα από την αρχή της καριέρας μας. Μαζί πήγαμε στην Ανόρθωση, από τη Νέα Σαλαμίνα εγώ κι από τον Εθνικό Άχνας εκείνος, ενώ μαζί πήγαμε και στον ΠΑΟΚ. Προφανώς κι έπαιξε ρόλο στην απόφασή μου να πάω στον ΠΑΟΚ ότι θα είχα μαζί μου τον Γιώτη, ο οποίος πέρα από συμπαίκτης, ήταν και φίλος μου.
Όμως, τον καθοριστικότερο ρόλο έπαιξε η γνώμη του Ντούσαν Μπάγεβιτς. Όταν ένας προπονητής πάει στη διοίκηση και λέει “θέλω αυτόν τον παίκτη”, η διοίκηση θα κάνει τα πάντα για να του κάνει πραγματικότητα την επιθυμία του. Έτσι συνέβη στην περίπτωσή μου. Ο Μπάγεβιτς με ήθελε πολύ και το έδειξε με όλους τους τρόπους. Είναι ένας άνθρωπος που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην πορεία μου συνολικά.
Η αλήθεια είναι πως τις πρώτες ημέρες στον ΠΑΟΚ ήμουν ψαρωμένος. Σκεφτόμουν πως “είμαι πλέον παίκτης του Μπάγεβιτς”. Αυτό από τη μία μου έδινε αυτοπεποίθηση, αλλά από την άλλη με γέμιζε και πίεση για να αποδείξω πράγματα μέσα στο γήπεδο. Διότι για να κοιτάξεις τον Μπάγεβιτς στα μάτια έπρεπε να σηκώσεις το σβέρκο σου 90 μοίρες (σ.σ. γέλια). Ο Μπάγεβιτς είναι ένας φανταστικός άνθρωπος. Ήταν σαν πατέρας μας.
Καμία σχέση με αυτό που φανταζόμασταν. Το ψυχρό, το επαγγελματικό. Δεν ήταν αμίλητος. Κάθε άλλο. Μάλιστα, όταν κατάλαβε πως μου αρέσει ο χαβαλές, μου ζητούσε να λέω ιστορίες από την Κύπρο. Ακόμα και ανέκδοτα. Κι αν ήταν και ποδοσφαιρικά, ακόμη καλύτερα. Με ρωτούσε πάντα για τη γυναίκα μου, ενδιαφερόταν για εμένα, αλλά και γενικότερα για όλους τους παίκτες του. Μέχρι και σήμερα, έχουμε διατηρήσει μία εξαιρετική σχέση. Με έχει επηρεάσει, όπως είναι λογικό, και σε προπονητικό επίπεδο.
Είμαι ένας άνθρωπος που μπορώ να γίνω χαλί να τον πατήσεις. Όμως, όταν μπαίνουμε μέσα στις τέσσερις γραμμές του γηπέδου, είμαι απόλυτος στο κομμάτι της πειθαρχίας. Την ίδια στιγμή, όμως, γίνομαι ασπίδα για τους παίκτες μου, όπως γινόταν κι ο Μπάγεβιτς για εμάς. Ένας καλός προπονητής οφείλει να προστατεύει τους παίκτες του, να δέχεται εκείνος τα πυρά. Μόνο τότε μία ομάδα έχει όντως “καλά αποδυτήρια”.
Πολλές φορές σκέφτομαι τι θα μπορούσε να είχε πετύχει εκείνος ο ΠΑΟΚ αν υπήρχε μία διοικητική σταθερότητα. Σκέψου, παρά τα διοικητικά προβλήματα, καταφέραμε να κατακτήσουμε δύο Κύπελλα απέναντι σε Ολυμπιακό (4-2) και Άρη (1-0). Σε μία περίοδο που ήταν κραταιοί όλοι οι μεγάλοι της Αθήνας. Εκείνος ο ΠΑΟΚ ήταν χτισμένος για πρωταθλητισμό. Το υλικό που είχαμε ήταν πάρα πολύ καλό. Αν υπήρχε μία διοίκηση που θα είχε μία οικονομική άνεση, θα είχαν αποφευχθεί πολλά απ’ τα προβλήματα που προέκυψαν στην πορεία.
Κακά τα ψέματα, από ένα σημείο και ύστερα, τόσο εγώ όσο κι άλλοι ποδοσφαιριστές κουραστήκαμε με τα εξωαγωνιστικά προβλήματα. Αντί να ασχολούμαστε με το καθαρό αγωνιστικό, δίναμε μάχη για να πάρουμε τα λεφτά μας. Ήμασταν 6-7 μήνες πίσω σε μισθούς. Κι αυτό δεν κράτησε για λίγο, αλλά για ολόκληρες σεζόν. Μία σταθερή διοίκηση είναι δεδομένο πως θα προσπαθούσε να μας κρατήσει, να μας κάνει μία πρόταση ανανέωσης. Και δεν θα έφτανε στο σημείο να μας χάσει ως ελεύθερους.
Πλέον, τα πράγματα έχουν αλλάξει στον ΠΑΟΚ. Υπάρχει Προπονητικό Κέντρο, ετοιμάζεται η νέα Τούμπα. Είναι όλα τέλεια. Ο ΠΑΟΚ εκείνης της περιόδου, κι όχι μόνο, ταλαιπωρήθηκε πολύ σε αυτούς τους τομείς”.
Τα χαμένα παπούτσια και το οτοστόπ στον Αναστασιάδη
“Θα σου πω μία ιστορία. Ήταν μία απ’ αυτές τις ημέρες που δεν είχε ζεστό νερό για να κάνουμε μπάνιο στη Νέα Ευκαρπία. Οπότε έφυγα με τα ρούχα της προπόνησης για να μην φορέσω ιδρωμένος τα δικά μου. Είχα πάρει, μάλιστα, κι ένα ζευγάρι καινούργια παπούτσια. Φτάνω στο αυτοκίνητο, βάζω τα παπούτσια στην οροφή για να ανοίξω με το κλειδί, βάζω μέσα τα ρούχα, αλλά ξεχνάω τα παπούτσια.
Δεν το παίρνω χαμπάρι και ξεκινάω από την Ευκαρπία προς το Πανόραμα, το οποίο είναι απόσταση περίπου 25 λεπτά. Φτάνω στο Πανόραμα και θυμάμαι ότι είχα αφήσει τα παπούτσια στην οροφή του αυτοκινήτου. Προφανώς και δεν ήταν εκεί (σ.σ. γέλια). Και επιστρέφω πίσω, κοιτάζοντας προς το αντίθετο ρεύμα, μήπως και βρω τα παπούτσια. Τελικά, βρήκα το ένα στα φανάρια της Ευκαρπίας και έφυγα με δύο χείλη… καμένα.
Θυμάμαι κι άλλη μία τρομερή ιστορία. Εγώ, μαθημένος από τη Λάρνακα που όλα είναι σε απόσταση πέντε λεπτών, μου πήρε λίγο χρόνο να συνηθίσω τις αποστάσεις στη Θεσσαλονίκη. Οπότε μία ημέρα είχαμε κατέβει με τη σύζυγό μου στη Τσιμισκή για έναν καφέ. Όταν τελειώνουμε τον καφέ μας, λέω της Άντριας (σ.σ. η σύζυγός του) ότι θα την πάω σπίτι και μετά θα πάω για προπόνηση. Εγώ είμαι τυπικός, οπότε φύγαμε και λίγο νωρίτερα.
Ωστόσο, δεν υπολογίσαμε την κίνηση, με αποτέλεσμα να είμαι στο… όριο. Μου λέει η γυναίκα μου: “Φύγε με το αμάξι κι εγώ θα πάρω ένα ταξί”. Όμως, δεν ήθελα να την στείλω με το ταξί και της είπα να πάρει εκείνη το αυτοκίνητο κι εγώ θα βρω κάποιον να με πάρει μέχρι την Ευκαρπία. Βρίσκομαι, λοιπόν, στον Περιφερειακό και περπατάω, κοιτάζοντας παράλληλα μήπως βρεθεί κάποιος να σταματήσει και να με πάρει μέχρι το Προπονητικό Κέντρο. Σκεφτόμουν: “Αποκλείεται. Όλος και κάποιος ΠΑΟΚτσής θα βρεθεί να σταματήσει”.
Αρχίζει, λοιπόν, να ψιλοβρέχει, αλλά ντρέπομαι και να κάνω οτοστόπ. Κι όπως περπατάω σταματάει δίπλα μου ένα αμάξι. Κατεβάζει το τζάμι και μου φωνάζει: “Πεθαμένο, τι κάνεις εσύ εδώ;” Ήταν ο προπονητής μου, ο Άγγελος Αναστασιάδης! Του λέω: “Άσε κόουτς, πού να στα λέω”. “Μπες μέσα”, μου λέει. Και πήγα τελικά προπόνηση με οδηγό τον Αναστασιάδη (σ.σ. γέλια). Ήταν απίστευτο.
Τον αγαπώ πολύ τον Άγγελο. Ζήσαμε μοναδικές στιγμές μαζί. Κι έχω και πολλές και όμορφες ιστορίες να θυμάμαι από εκείνον. Θυμάμαι πως σε μία προπόνηση ο Λουκάς Καραδήμος είχε κρεμάσει με λόμπα πίσω από το κέντρο τον Κυριάκο Τοχούρογλου. Κι ο Αναστασιάδης ήταν έξαλλος. “Δεν γίνεται να τρως γκολ από το κέντρο”, του φώναζε. “Αν είσαι συγκεντρωμένος δεν γίνεται να πάει μέσα η μπάλα”. Και τον έβγαλε από το διπλό και κάθισε ο ίδιος στο τέρμα. Κι έβαλε τον Καραδήμο να κάνει ξανά την ίδια λόμπα. Και το έφαγε και ο Αναστασιάδης (σ.σ. γέλια). Πέσαμε όλοι κάτω από τα γέλια.
Μετά από τρία, λοιπόν, υπέροχα χρόνια είχε έρθει η ώρα να αποχωρήσω από τον ΠΑΟΚ. Δεν ήταν εύκολη απόφαση. Είχα μία τρομερή σύνδεση με τον κόσμο του ΠΑΟΚ. Ζούσα μοναδικές στιγμές. Εικόνες που δεν ξεχνιόνται με τίποτα. Κι είμαι ευγνώμων για όλα όσα έζησα.
Να σου πω την αλήθεια δεν είμαι άνθρωπος που του αρέσουν οι αλλαγές. Ωστόσο, ήταν έτσι η κατάσταση που δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά. Δεν ήταν μία απόφαση που πήρα μέσα σε ένα βράδυ. Είχα δώσει, ουσιαστικά, μία παράταση ενός χρόνου προκειμένου να βελτιωθούν τα πράγματα, αλλά δεν συνέβη κάτι τέτοιο”.
Το “δώρο” του Μελισσανίδη στον Μπάγεβιτς
“Το καλοκαίρι του 2003, λοιπόν, με ήθελαν η ΑΕΚ και ο Ολυμπιακός. Εγώ ήμουν Ολυμπιακός λόγω χρωμάτων, επειδή και η Νέα Σαλαμίνα, αλλά κι η Λίβερπουλ είχαν τα ίδια χρώματα.
Ο κ. Μπάγεβιτς είχε πάει στην ΑΕΚ και γνώριζε τη δύσκολη κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει ο ΠΑΟΚ, αλλά προς τιμήν του δεν κινήθηκε ύπουλα. Θυμάμαι πως μου είχε πει: “Σε περίπτωση που τελικά αποφασίσεις να φύγεις από τον ΠΑΟΚ, θέλω να μιλήσεις μαζί μου πρώτα”. Δεν μου είπε: “Φύγε κι έλα σε εμένα”. Γι’ αυτό το λόγο εκτιμάς έναν άνθρωπο. Διότι δεν σε πιέζει, ούτε σου δημιουργεί έξτρα άγχος. Σου δίνει το χώρο και το χρόνο για να πάρεις την απόφαση που θέλεις εσύ.
Όταν, λοιπόν, αποφάσισα να φύγω από τον ΠΑΟΚ δεν ήταν δυνατόν να μην μιλήσω πρώτα μαζί του. Γνώριζα πως όπου πήγαινε ο Μπάγεβιτς, άφηνε έργο. Επομένως, το ίδιο θα συνέβαινε και στην ΑΕΚ. Σίγουρα ο κ. Μελισσανίδης έπαιξε ρόλο στη μεταγραφή μου. Είχα μιλήσει μαζί του και μου είχε πει ότι με θέλει τόσο ο Μπάγεβιτς όσο κι η ομάδα. Κι αφού με ήθελε ο Μπάγεβιτς, δεν γινόταν να μην του κάνει το χατίρι.
Ωστόσο, η χρονιά εξελίχθηκε διαφορετικά. Ήταν πολύ δύσκολη. Αυτό ήταν το οξύμωρο. Υποτίθεται πως έφυγα από τον ΠΑΟΚ, για να πάω σε μία ομάδα με διοικητική σταθερότητα και εν τέλει τα πράγματα ήταν χειρότερα. Είχαμε χαρακτηριστεί “Dream Team”, αλλά τελικά μετά δυσκολίας βγήκαμε Ευρώπη.
Να σου πω, όμως, την αλήθεια δεν μετάνιωσα για την απόφασή μου. Δεν πήρα την απόφαση σε μία νύχτα. Στην ΑΕΚ πήγα για συγκεκριμένους λόγους, μεταξύ των οποίων ήταν προφανώς κι η σχέση που είχα με τον Μπάγεβιτς. Είναι κρίμα, λοιπόν, να φεύγεις με τέτοιον τρόπο από μία μεγάλη ομάδα. Όμως, για εμένα ήταν μονόδρομος η συγκεκριμένη απόφαση. Η αλήθεια είναι πως ο Ντέμης Νικολαΐδης, που είχε αναλάβει μόλις την ομάδα, με προσέγγισε τηλεφωνικά το καλοκαίρι του 2004.
Ωστόσο, η πρόταση που μου έγινε δεν ήταν καν συζητήσιμη. Μου ζητήθηκε να χαρίσω ένα μεγάλο ποσοστό των οφειλομένων, την στιγμή που μέσα στη σεζόν δεν είχαμε πάρει ούτε έναν μισθό. Μπορώ να σας πω ότι ίσως ήταν και λίγο υποτιμητική η συγκεκριμένη πρόταση. Γι’ αυτό το λόγο δεν τη συζήτησα καν. Μπορώ να πω πολλά πράγματα, αλλά δεν θέλω. Θα πω μόνο ότι θεωρώ πως η προσέγγιση δεν ήταν κι η καλύτερη. Ο Ντέμης είναι λογικό να ήθελε να πάει σε μία διαχείριση με μικρότερο μπάτζετ.
Γι’ αυτό το λόγο και δεν μπήκα καν σε διαδικασία συζήτησης. Προτίμησα να κρατήσω μέσα μου τον Ντέμη που είχαν γνωρίσει ως ποδοσφαιριστή και όχι τον παράγοντα Ντέμη. Διότι τον ποδοσφαιριστή Ντέμη τον θαύμαζα. Κι ίσως ήταν λάθος από την πλευρά του Τύπου που με είχε χαρακτηρίσει το καλοκαίρι του 2003 ως διάδοχο του Ντέμη. Κανένας δεν μπορεί να θεωρηθεί αντι-Ντέμης. Ο Ντέμης έκανε μεγάλα πράγματα στην ΑΕΚ. Είχε προσφέρει τα μέγιστα. Κι αυτές οι συγκρίσεις δεν κάνουν καλό.
Βέβαια, ο κόσμος της ΑΕΚ με δέχθηκε και με αγκάλιασε από την πρώτη στιγμή. Είναι, όμως, λογικό μία μερίδα να στεναχωρηθεί επειδή πήγα στη συνέχεια στον Ολυμπιακό. Αν το δουν, όμως, αντικειμενικά, θα καταλάβουν πως κι οι ποδοσφαιριστές έχουν δίκιο σε κάποια πράγματα. Και σας ξαναλέω: Ούτε από τον ΠΑΟΚ έφυγα σε μία νύχτα, ούτε από την ΑΕΚ έφυγα χωρίς λόγο.
Δεν σας κρύβω πως από την ΑΕΚ έφυγα με πιο δύσκολο τρόπο σε σχέση με τον ΠΑΟΚ. Παρ’ όλα αυτά, οι δύσκολες καταστάσεις με βοήθησαν και με ωρίμασαν. Κατάλαβα πως η ζωή δεν είναι ρόδινη. Έχει προβλήματα. Αρκεί να μπορείς να τα αντιμετωπίσεις. Από την πλευρά μου, είμαι τυχερός διότι τόσο ο ΠΑΟΚ όσο και η ΑΕΚ με σκληραγώγησαν και την ίδια στιγμή με ανέβασαν και επίπεδο”.
Η μεταγραφή στον Ολυμπιακό, το περιβραχιόνιο του Χίπια και η πρόταση της Μπλάκμπερν
“Γι’ άλλη μία φορά, η παρουσία του Μπάγεβιτς έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην απόφασή μου να πάω στον Ολυμπιακό το καλοκαίρι του 2004. Δεν είναι μικρό πράγμα να αρνείσαι πρόταση του Ολυμπιακού το καλοκαίρι του 2003 και την επόμενη σεζόν να πηγαίνεις τελικά στην ομάδα. Ωστόσο, δεν σου κρύβω ότι πολύ σημαντικό ρόλο έπαιξε και η διοικητική σταθερότητα. Είχα κουραστεί αρκετά και αναζητούσα έναν δυνατό σύλλογο με προοπτικές που θα κάνει πρωταθλητισμό και θα έχω τον ρόλο του πρωταγωνιστή.
Ο Ολυμπιακός πληρούσε και με το παραπάνω τις προϋποθέσεις. Τι άλλο να ζητήσω; Το πακέτο ήταν ιδανικό. Ζήτησα τρεις ευχές από το τζίνι και μου τις έκανε πραγματικότητα (σ.σ. γέλια). Μεγάλη ομάδα, καλός προπονητής, σταθερή διοίκηση. Συν το γεγονός ότι η ομάδα θα έμπαινε στο νέο της γήπεδο.
Κι η αλήθεια είναι πως είχα ονειρευτεί να πετυχαίνω το πρώτο επίσημο γκολ στο νέο Καραϊσκάκη, όπως και συνέβη, με αντίπαλο την Καλλιθέα. Αν έπαιζα στοίχημα, θα έβαζα όλα μου τα λεφτά σε εμένα (σ.σ. γέλια). Ευτυχώς, όμως, δεν είμαι τέτοιος τύπος. Και δεν μου άρεσαν και ποτέ. Αλλά ήμουν πεπεισμένος ότι θα βάλω το γκολ. Κι ήμουν εκστασιασμένος μετά την επίτευξη του γκολ. Επειδή η ιστορία γράφει δίπλα το όνομά μου.
Για να πούμε την αλήθεια, ποτέ δεν ήμουν ο αρχισκόρερ σε μία ομάδα. Ποτέ δεν είχα ως στόχο να βγω πρώτος σκόρερ. Εμένα μου άρεσε να είμαι ένας all around επιθετικός. Να παίζω άμυνα, να δημιουργώ για τον συμπαίκτη μου, αλλά προφανώς και να σκοράρω. Το συγκεκριμένο στυλ παιχνιδιού μού στερούσε, όπως είναι λογικό, κάποια γκολ. Αλλά δεν μπορείς να τα έχεις όλα. Ειδικά στον Ολυμπιακό, το πρώτο διάστημα, στάθηκα και άτυχος επειδή έχασα γκολ στη λεπτομέρεια. Για παράδειγμα, η μπάλα πέρασε ξυστά από το δοκάρι ή βρήκε στο δοκάρι. Εκεί ήταν που άρχισαν να λένε ότι χάνω γκολ. Όμως, έτσι είναι το ποδόσφαιρο.
Το παραδέχομαι. Δεν ήμουν δεινός σκόρερ, αλλά έχω πετύχει γκολ με όλους τους τρόπους. Έχω βάλει γκολ που θα θυμόμαστε για πάντα. Είχα “αρρώστια” με τις λόμπες. Έκανα λόμπα μέχρι και στο… futsal. Θυμάμαι ότι είχα πετύχει μία εξαιρετική λόμπα κόντρα στην ΑΕΚ στο Καραϊσκάκη. Πολλοί, μάλιστα, λένε ότι είχα χτίσει παράδοση κόντρα στην ΑΕΚ.
Η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Είχα βάλει γκολ σε όλες τις πρώην ομάδες μου. Δεν ξέρω αν το έπαιρνα… πατριωτικά (σ.σ. γέλια). Υπήρξαν κάποιοι που άσκησαν κριτική στον τρόπο που πανηγύρισα εκείνο το γκολ απέναντι στην ΑΕΚ. Γενικά δεν πανηγύριζα από σεβασμό στις πρώην ομάδες μου, αλλά σε εκείνο το γκολ δεν άντεξα. Έκανα τόσο ωραία προσπάθεια και δεν γινόταν να μην το πανηγυρίσω. Βγήκε από μόνο του. Το ποδόσφαιρο, άλλωστε, είναι στιγμές.
Γενικότερα, η πορεία μου στον Ολυμπιακό ήταν πάνω-κάτω όπως την περίμενα. Ήξερα ότι θα πρωταγωνιστήσω σε μία ομάδα που θεωρεί αποτυχία τη δεύτερη θέση. Έζησα τρία μαγικά χρόνια. Αν και στο τέλος, θεωρούσα πως θα ανανέωνα γι’ άλλον ένα χρόνο. Με βάση την πορεία μου, αλλά και το γεγονός ότι είχα κεντρίσει το ενδιαφέρον ομάδων της Premier League.
Μάλιστα, τον Δεκέμβριο του 2006 βρέθηκα κοντά στην Μπλάκμπερν, η οποία με είχε ξεχωρίσει από ένα φιλικό που παίξαμε κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας. Οι συζητήσεις των δύο πλευρών ήταν προχωρημένες, αλλά τελικά η μεταγραφή δεν προχώρησε επειδή ο κ. Λεμονής δεν έδωσε το “ΟΚ” εξαιτίας κάποιων τραυματιών που είχε η ομάδα, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν πολλές επιλογές στην επίθεση.
Γι’ αυτό το λόγο και πίστευα ότι θα ανανεώσω για έναν χρόνο, αλλά τελικά κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Τότε, λοιπόν, αποφάσισα ότι θέλω να φύγω από την Ελλάδα και να παίξω σε μία ομάδα του εξωτερικού. Δεν ήθελα να φορέσω άλλη φανέλα πέρα από του Ολυμπιακού. Ήθελα να φύγω με τις καλύτερες αναμνήσεις, με τρία πρωταθλήματα και δύο Κύπελλα. Μου έμεινε, βέβαια, ένα απωθημένο. Ότι δεν καταφέραμε να προκριθούμε στους “16” του Champions League τη σεζόν 2004-05. Εκείνο το 3-1 από τη Λίβερπουλ στο Άνφιλντ με έχει στιγματίσει διότι ουσιαστικά χάσαμε το εισιτήριο για τους “16” για ένα γκολ.
Θα σου διηγηθώ και μία ιστορία. Ως πιτσιρικάς είχα ως όνειρο να παίξω στη Λίβερπουλ. Είχαμε συγγενείς στο Λίβερπουλ, οι οποίοι μου έστελναν φανέλες του Ίαν Ρας, του Κένι Νταλγκλίς. Μπορεί τελικά να μην έπαιξα στη Λίβερπουλ, αλλά αγωνίστηκα ως αντίπαλός της στο Άνφιλντ. Κι είναι κάτι που δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ. Όπως δεν πρόκειται να ξεχάσω και μία ιστορία με τον Σάμι Χίπια στο “Γ. Καραϊσκάκης”.
Είχαμε νικήσει 1-0 τη Λίβερπουλ και μετά το τέλος του αγώνα πήγαμε να ανταλλάξουμε φανέλες με τους αντιπάλους μας. Εγώ πήγα στον Χίπια επειδή ήταν ο προσωπικός μου αντίπαλος καθ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα. Όπως έβγαλε τη φανέλα, έμεινε πάνω και το περιβραχιόνιο. Εγώ του ζήτησα να μου το δώσει, αλλά εκείνος μου απάντησε: “Αυτό δεν μπορώ να στο δώσω”. Κι εκεί φαίνεται η διαφορά του απλού παίκτη από τον ηγέτη. Είναι κάτι που μου έμεινε και μου άλλαξε την κοσμοθεωρία γύρω από το ποδόσφαιρο.
Στον Ολυμπιακό έπαιξα δίπλα σε σπουδαίους ποδοσφαιριστές, όπως ήταν ο Ριβάλντο, ο Ζιοβάνι, ο Γιάγια Τουρέ. Ωστόσο, ήμουν συμπαίκτης και με τη μισή Εθνική Ελλάδας που κατέκτησε το Euro 2004. Αυτό κι αν ήταν τιμή. Επειδή η Ελλάδα μου προσέφερε πάρα πολλά και έχω μεγάλο σεβασμό προς όλους, για εμένα το σημαντικότερο είναι πως συνυπήρξα σε ΠΑΟΚ, ΑΕΚ και Ολυμπιακό με τους πρωταθλητές Ευρώπης. Με τον Καφέ, τον Λάκη, τον Καψή, τον Νικοπολίδη, τον Ζαγοράκη, τον Κατσουράνη. Δεν είναι υπέροχο να έχεις αυτές τις εμπειρίες;
Όσον αφορά στον Ριβάλντο, η αλήθεια είναι πως είχαμε εξαιρετικές σχέσεις στον Ολυμπιακό. Μάλιστα, πρόσφατα ήρθε στην Κύπρο και όταν του έστειλα μήνυμα για να βρεθούμε όχι μόνο δέχτηκε, αλλά χάλασε και το πρόγραμμά του για να πιούμε έναν καφέ. Αυτό είναι το μεγαλείο του Ριβάλντο. Ήταν ένα παράδειγμα κι ως ποδοσφαιριστής. Έμενε μετά τις προπονήσεις και στόχευσε διαρκώς στην ατομική βελτίωση. Τον φέρνω αρκετές φορές ως παράδειγμα στα νεότερα παιδιά. Είμαι τυχερός που συνυπήρξα με τέτοιου επιπέδου ποδοσφαιριστές και ανθρώπους”.
Το επεισόδιο με Καρεμπέ, ο αδικημένος Καφές κι ο ταλαντούχος Πάντος
“Προσωπικά, το μεγαλύτερο προτέρημα που είχα ως ποδοσφαιριστής ήταν πως δεν επηρεαζόμουν ούτε από την ατμόσφαιρα ούτε από τους αντιπάλους μου. Είχα κρύο αίμα. Έφτανα τους αντιπάλους μου στα όριά τους. Εκεί που προσπαθούσαν να επηρεάσουν εμένα, εν τέλει επηρεάζονταν οι ίδιοι ψυχολογικά. Ειδικά στα ντέρμπι ήμουν απόλυτα προετοιμασμένος. Γι’ αυτό το λόγο δεν αντέδρασα και στο επεισόδιο με τον Καρεμπέ. Δεν έπεφτα στη συναισθηματική παγίδα.
Μάλιστα, με τον Καρεμπέ στη συνέχεια είχαμε άριστες σχέσεις. Τον είχα βρει λίγους μήνες αργότερα σε ένα ξενοδοχείο στη Βουλιαγμένη. Κι από τότε γίναμε φίλοι. Είναι καταπληκτικό παιδί. Κι όταν τον γνώρισα, απόρησα πώς κατάφερα να τον φτάσω στα όριά του. Αλλά στο τέλος της ημέρας, όλοι άνθρωποι είμαστε και μπορούμε να επηρεαστούμε από καταστάσεις.
Γενικότερα, διατηρώ πολύ καλές σχέσεις με αρκετούς πρώην συμπαίκτες μου. Ο Παντελής Καφές είναι ένας από τους αγαπημένους μου. Ο Παντελής είναι ένας καθαρός, ευθύς άνθρωπος και πολύ αδικημένος σε ποδοσφαιρικό επίπεδο. Ήταν υψηλού επιπέδου παίκτης. Απλά δεν ήταν ποτέ της δημοσιότητας. Ήταν αυτό που βλέπεις. Σ’ αρέσω ποδοσφαιρικά; Έλα στο ΟΑΚΑ, στην Τούμπα ή στο Καραϊσκάκη για να με δεις. Αν δεν σου αρέσω και πάλι φίλοι είμαστε.
Αυτός ήταν ο Παντελής. Τον χαίρομαι και τον ζηλεύω γιατί είναι κατασταλαγμένος. Μου είχε πει, μάλιστα, ότι όταν αποχωρήσει, δεν θα ξανασχοληθεί με το ποδόσφαιρο. Όταν μου το έλεγε, εγώ γελούσα. Αποκλείεται έλεγα. Να παίζεις σε ΠΑΟΚ, Ολυμπιακό, ΑΕΚ, να είσαι πρωταγωνιστής και να μην θες να ασχοληθείς μετά με το ποδόσφαιρο; Κι όμως, το τήρησε. Επαφές διατηρώ και με τον Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς, ενώ μίλησα πρόσφατα και με τους Γιώργο Ανατολάκη και Γρηγόρη Γεωργάτο.
Τον Τάσο Πάντο έχω πολύ ψηλά στην υπόληψή μου. Είναι ένα εξαιρετικό παιδί που κέρδισε με το σπαθί του τα πάντα. Είχε να αντιμετωπίσει σπουδαίους συμπαίκτες, ταλαντούχους και παγκοσμίου κλάσης. Όμως, πάντα, ένας προπονητής θέλει έναν Τάσο Πάντο στο πλευρό του. Πολλοί έλεγαν ότι ο Πάντος δεν ήταν ταλαντούχος ποδοσφαιριστής. Κι όμως, αν υπήρχε ένας ταλαντούχος αυτός ήταν σίγουρα ο Πάντος. Διότι ήταν ταλαντούχος στο μυαλό και στην σκέψη. Αν δεν είσαι ταλαντούχος στο μυαλό, δεν μπορείς να επιβιώσεις στον Ολυμπιακό. Μπορεί ποδοσφαιρικά να μην ήταν κι ο πιο ταλαντούχος, αλλά εγκεφαλικά ήταν τρομερός. Εγώ έτσι το κρίνω”.
Η περίοδος στη Θέλτα και ο φίλος του, Ντιέγκο Κόστα
“Δεν ξέρω αν άργησα να φύγω για το εξωτερικό. Όλα είναι σχετικά. Θα μπορούσα να πάω έξι μήνες νωρίτερα στην Μπλάκμπερν, θα μπορούσα να πάω το 1999 ή το 2000 στη Γερμανία. Αλλά με τα “αν” δεν γράφεται ιστορία. Δεν είχα λόγο να φύγω από τον Ολυμπιακό. Όταν περνάς κάπου καλά, δεν υπάρχει λόγος να φύγεις. Κι αν αποφασίσεις να φύγεις, πρέπει να είναι κερδισμένες και οι δύο πλευρές. Εμένα με ευχαριστούσε το περιβάλλον, οι άνθρωποι στον Ολυμπιακό ήταν σωστοί, επομένως άφησα τα πράγματα να πάρουν το δρόμο τους.
Η περίοδος στη Θέλτα ήταν μία μοναδική εμπειρία. Ήμουν συμπαίκτης με τον Ντιέγκο Κόστα, ο οποίος τότε έκανε τα πρώτα βήματα στην καριέρα του. Μάλιστα, ήμουν από τα ελάχιστα άτομα που αγαπούσε στη Θέλτα. Διότι ήταν ένας ιδιόρρυθμος χαρακτήρας. Ήμουν ο μοναδικός που θα με έπαιρνε τηλέφωνο για να μου ζητήσει μία χάρη ή για να τον βοηθήσω σε ένα ζήτημα που είχε. Πολλές φορές ερχόταν σπίτι μου για φαγητό. Προσπαθούσα να τον βοηθήσω με τον τρόπο μου.
Και πολλά χρόνια αργότερα, όταν πήγα στο Προπονητικό Κέντρο της Ατλέτικο Μαδρίτης στο πλαίσιο της πρακτικής μου πάνω στην προπονητική, ο Ντιέγκο Κόστα ήρθε και κάθισε μαζί μου στις κερκίδες μετά την προπόνηση. Για την ακρίβεια, πήδηξε από τα κάγκελα για να έρθει να με βρει. Κι όταν τον ρώτησα πως κατάφερε να φτάσει σε αυτό το επίπεδο, να παίξει σε Ατλέτικο και Τσέλσι και να τιθασεύσει τον οξύθυμο χαρακτήρα του, μου είπε ένα όνομα. Ντιέγκο Σιμεόνε.
Κι από τότε το κρατάω μέσα μου. Διότι κατάλαβα πώς μπορεί ένας προπονητής να κερδίσει έναν ποδοσφαιριστή με τον τρόπο του, έστω κι αν πρόκειται για… τρελοκομείο. Σκέψου πόσοι χάθηκαν εξαιτίας του χαρακτήρα τους. Θυμάμαι, ένας εκπαιδευτής της UEFA μας είχε πει: “Αν έχετε 10 Ιμπραχίμοβιτς στην ομάδα, πρέπει να τους διώξετε. Αν έχετε, όμως, έναν Ιμπραχίμοβιτς, πρέπει να τον κερδίσετε. Διότι με αυτό τον τρόπο θα βγείτε και οι δύο κερδισμένοι”.
Το κεφάλαιο της προπονητικής και ο γιος του
“Τον τελευταίο 1,5 χρόνο είμαι προπονητής στην εθνική Ελπίδων της Κύπρου. Είναι μία φουρνιά παικτών που δημιούργησα από την περίοδο που βρισκόμουν στην Κ17. Μεγάλωσα κι εγώ προπονητικά, αλλά κι εκείνοι αγωνιστικά, επομένως ξαναβρεθήκαμε στην Κ21. Γενικά, τα σχόλια είναι πολύ θετικά. Όταν ήμουν ποδοσφαιριστής δεν είχα κατασταλάξει αν θα γίνω προπονητής ή τεχνικός διευθυντής. Ωστόσο, το κομμάτι της προπονητικής μου αρέσει. Αλλά, πλέον, το 2022 ένας προπονητής πρέπει να έχει και γνώσεις πάνω στον τομέα του τεχνικού διευθυντή, αλλά και το αντίθετο. Πολλά απ’ τα παιδιά που δουλέψαμε μαζί στις μικρότερες εθνικές της Κύπρου, αγωνίζονται πλέον και στην εθνική Ανδρών. Κι είναι κάτι που με γεμίζει ευχαρίστηση και υπερηφάνεια.
Όπως υπερηφάνεια και ευχαρίστηση με γεμίζει κι η πορεία του γιου μου. Ο Γιώργος υπέγραψε πρόσφατα επαγγελματικό συμβόλαιο με τη Φούλαμ. Αγωνίζεται ως αμυντικό χαφ. Άρχισε ως επιτελικός μέσος, αλλά στην Αγγλία θεώρησαν πως τα στοιχεία που έχει ταιριάζουν περισσότερο στη θέση του αμυντικού χαφ. Είναι εντελώς διαφορετικός ποδοσφαιριστής από εμένα. Πιο εγκεφαλικός. Γενικά, είναι πολύ χαρούμενος στην Αγγλία. Πήγε σε μία δύσκολη περίοδο εξαιτίας της πανδημίας του κορονοϊού, αλλά κατάφερε να ανταπεξέλθει και να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Πέρυσι έκανε μία εξαιρετική σεζόν και κέρδισε με την αξία του ένα επαγγελματικό συμβόλαιο.
Αντιλαμβάνεσαι πόσο σημαντική εξέλιξη είναι αυτή για έναν ποδοσφαιριστή, σε ηλικία 18 ετών. Μάλιστα, χαριτολογώντας του είπα: “Έχεις ήδη πετύχει κάτι που ο πατέρας δεν πέτυχε σε μία λαμπρή καριέρα. Ξέρεις, άλλωστε, ότι για εμένα η Premier League αποτέλεσε ένα απωθημένο”. Βέβαια, το ζήτημα είναι να πάει σωστά η πληροφορία στον εγκέφαλο και όχι να του δημιουργήσει έξτρα άγχος. Όμως, ο Γιώργος είναι πολύ κατασταλαγμένος. Ξέρει τι θέλει, παρά το νεαρό της ηλικίας του. Είναι και πολύ καλός μαθητής. Έχει καταφέρει να συνδυάσει τις σπουδές με το ποδόσφαιρο. Πιστεύω πως τα καλύτερα είναι μπροστά.
Όπως το ίδιο πιστεύω και για εμένα σε προπονητικό επίπεδο. Έχω συμβόλαιο με την Κυπριακή Ομοσπονδία μέχρι τον Δεκέμβριο. Βρίσκομαι στις εθνικές ομάδες τα τελευταία έξι χρόνια, επομένως έχω ένα καλό background. Δεν σου κρύβω ότι το να προπονήσω μία ομάδα στην Ελλάδα είναι ένας από τους στόχους μου. Και πιστεύω πως κάποια στιγμή θα ξανασυναντηθούν οι δρόμοι μας. Υπήρξαν κάποιες συζητήσεις με ομάδες στην Κύπρο και στην Ελλάδα, αλλά ήθελα να συνεχίσω τη δουλειά μου στις εθνικές ομάδες. Είναι, άλλωστε, στόχος μου κάποια στιγμή να βρεθώ και στην Ανδρών”.
Πηγή: sport24.gr